- ἀταβυρίτης
- ἀτᾱβῠρίτης [ῑ] ἄρτος, a kind ofA loaf, Sopat.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταβαρίτης — ὁ, Α είδος άρτου με στρογγυλό σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. αντί ἀταβυρίτης «είδος άρτου»] … Dictionary of Greek